- εὐλογίστως
- εὐλόγιστοςeasily computedadverbialεὐλόγιστοςeasily computedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλόγιστος — εὐλόγιστος, ον (Α) 1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα 2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.) β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.) 3. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek